αγερασιά

αγερασιά
η вечная молодость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγερασιά" в других словарях:

  • αγερασιά — η το να μη γερνά κανείς, να διατηρείται ακμαίος: Τέτοια αγερασιά δεν είχα ξαναδεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγερασιά — η το να μη γερνά κανείς, το να μένει πάντα νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγέραστος, κατά τον αόρ. γέρασα τού γερνώ] …   Dictionary of Greek

  • αγέραστος — (I) και αγήραστος, η, ο αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γεράζω. ΠΑΡ. αγερασιά]. (II) ἀγέραστος, ον (Α) αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέρας] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»